- πλύνος
- ὁ, Α [πλύνω]1. το πλύσιμο2. κάτι που έχει πλυθεί3. φρ. α) «νιτρική πλύνου» — νιτρικό σαπούνιβ) μτφ. «πλύνον ποιῶ τινα» — πλύνωγ) μτφ. «πλύνον πλύνεσθαι» — υβρίζομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πλυνός — trough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνός — trough masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνός — ο, Ν [πλύνω] ναυτ. χώρος στο κατάστρωμα ή σε άλλο μέρος τού πλοίου, που χρησιμεύει για το πλύσιμο τών ναυτών και τών ρούχων τους αρχ. 1. πέτρινη σκάφη, γούρνα στην οποία γινόταν το πλύσιμο τών ακάθαρτων ρούχων 2. λουτήρας, μπανιέρα 3. θέση, χώρος … Dictionary of Greek
Πλυνοῖς — Πλυνός trough masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοῖσιν — Πλυνός trough masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοί — Πλυνός trough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνοί — πλυνός trough masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνοῦ — Πλυνός trough masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλυνοῦ — πλυνός trough masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλυνούς — Πλυνός trough masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)